δρουβανόξυλο
(ουσ. ουδ.)
τουρβανόξυλο
[turvaˈnoksilo]
Φλογ.
Από τα ουσ. δρουβάνι, όπου και τύπ. τουρβάν’, και ξύλο.
Είδος χόρτου