ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δύο (αριθμ.) δύο [ˈðiο] Ανακ., Κίσκ., Ποτάμ., Σίλατ., Τελμ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ. δύου [ˈðiu] Μαλακ., Τσουχούρ., Φάρασ. δυο [ðʝo] Ανακ., Μαλακ., Τελμ. ντύο [ˈdiο] Αξ., Αραβ., Μισθ. ντυό [dʝo] Αξ., Μισθ., Τσαρικ. γυό [ʝo] Μισθ., Σίλ., Φλογ. ρύο [ˈriο] Σίλ. ρυό [rʝo] Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σίλ. τζ̑ό [dʒo] Φερτάκ. εδυό [eˈðʝo] Τελμ. ερυό [eˈrʝo] Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σεμέντρ. ιρυό [iˈrʝo] Αραβαν. εζυό [eˈzʝo] Σεμέντρ. ιζ̑υό [iˈʒʝo] Σεμέντρ. Γεν. ντυονού [dʝoˈnu ] Αξ. Αρχ. αριθμ. δύο. Ο τύπ. δυο μεσν. Ο τύπ. γυο με απλοποίηση του συμπλ. [ðʝ] > [ʝ]. Οι τύπ. από ρ- λόγω συστηματικής τροπής του [ð]> [r] (Κωστάκης 1968:39). Ο τύπ. ιζ̑υό με τροπή [ð] > [ʒ] ( Κωστάκης 1964: 26). Οι τύπ. εδυό, ερυό με προθετικό [e] αναλογ. προς το αριθμ. ένας.
1. Ως επίθ. με συχνή παράλειψη του προσδιοριζόμενου ουσ., για την δήλωση ενός συνόλου που αποτελείται από 2 μονάδες ό.π.τ. : Δύο αδέλφια (Δύο αδέλφια) Σίλατ. -Dawk. Δύο γομάρε (Δύο φορτία) Φάρασ. -Dawk. Ντύο μετζίτια (δύο μετζίτια, αργυρά νομίσματα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Εδυό σκϋλιϋ̓ κουλάκια (δύο σκυλάκια) Τελμ. -Dawk. Ρυό κούπες (δύο κούπες) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ήσανε ρυό φσ̑έα, αdέλφια, τὄνα τσ̑ανό και τὄνα ακουλού (Ήταν δύο παιδιά, αδέλφια, το ένα τρελό και το άλλο μυαλωμένο ) Αραβαν. -Dawk. Γεννά γυό τέκνα (Γεννά δυο παιδιά) Σίλ. -Dawk. Σε ερυό μέρες πορπάτ’σε (σε δύο μέρες περπάτησε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ντώσ' ερυό κ'λούρια (Δώσε δύο κουλούρια) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ280 || Παροιμ. Ερυό γαρπούζ̑α ’ς ένα γολτούχ ντε χωρούν (Δυο καρπούζια σε μιά μασχάλη δεν χωρούν˙ για όσους προσπαθούν να καταφέρουν παράλληλα δύο ή περισσότερα δύσκολα έργα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Τα δύο σου ποράδε ἐμbασαν ντα ’ς αν μπαπούτσι (Τα δυο σου ποδάρια τα έμπασαν σε ένα παπούτσι˙ τον εξανάγκασαν να κάνει κάτι) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Δύο ισπάτοι κρεμἀζουν α νομάτ’ (Δύο μάρτυρες κρεμούν έναν άνθρωπο˙ η κατηγορία γίνεται πιο ισχυρή, όταν μας κατηγορούν ταυτόχρονα δύο άνθρωποι) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ο Θεός τα δύο θύρες τζ̑ο φσαώνει τα (Ο Θεός δεν κλείνει και τις δύο πόρτες˙ υπάρχουν ελπίδες διεξόδου από ένα πρόβλημα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Απ’ ένα πρόβατο ερυό ντέρματα ντε βγαίνουν (Από ένα πρόβατο δύο δέρματα δεν βγαίνουν˙ για περιπτώσεις υπερβολικής εκμετάλλευσης προσώπου ή πράγματος) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ερυό τζαμbάζ̑ια ’ς ένα ράμμα απάνω ντε παίζουν (δυο σχοινοβάτες σ’ ένα σχοινί δεν χορεύουν˙ όταν δύο άνθρωποι είναι έξυπνοι, δεν μπορεί ο ένας να ξεγελάσει τον άλλο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Ασμ. Ας καλέψουμ’ ντα ντυό μας ’μέτερ’ ντου γαϊdούρ’ (Ας καβαλικέψουμε οι δυο μας το δικό μας γαϊδούρι (από άσμ. κατά το στόλισμα της νύφης)) Μισθ. -Κωστ.Μ.
2. Ειδικότ., για την δήλωση της ηλικίας Ανακ., κ.α., Μισθ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ. : 'γένα ντυό χρονού (Έγινα δύο χρονών) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
3. Μαζί με τα απόλυτα αριθμητικά ένα (ή και τρία) για την δήλωση μικρού αριθμού που όμως δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια Αραβαν., κ.α., Μισθ., Ποτάμ., Τελμ., Φάρασ. : Μάης πούρμη να μει, δυό τρία μέρες ομbροστά αν κε βρέισ̑κεν, σπέρνιξαν τα φασόλια (Πριν μπει ο Μάης, δύο τρεις μέρες πιο μπροστά, αν δεν έβρεχε, έσπερναν τα φασόλια) Ανακ. -Κωστ.Α. Και μέσα δύο τρία ημέρες μποίκαν γάμος (Και μέσα σε δύο, τρεις μέρες έκαναν τον γάμο) Ποτάμ. -Dawk. Ένα ρυό μεϊβάρια (Ένα δύο φρούτα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πέρνασι ντυό τρία μέρις, ήρτιν (Πέρασαν δυό τρεις μέρες, ήρθε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Παροιμ. Ένα άρωπο ερυό-τρία αρώπ’ αν ντο ειπούν τσανό, να τσανίσ̑’ (Έναν άνθρωπο, δυο-τρεις άνθρωποι αν τον πουν τρελό, θα τρελαθεί˙ η γνώμη των άλλων επηρεάζει την αυτοαντίληψή μας) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
4. Ειδικότ., για τον σχηματ. πολλαπλαστιακών ή αναλογικών αριθμητικών Αξ., Ουλαγ., Σίλ. : Ρυό φοράς (Διπλός, διπλάσιος) Σίλ. -Κωστ.Σ. Δύο γάτια (Διπλάσιος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
5. Για τον σχηματ. αριθμητικών πολυλεκτικών συνθέτων ό.π.τ. : Δύου σ̑ίλα (Δύο χιλιάδες) Φάρασ. -Ανδρ. Δύου 'κατό (Διακόσια) Φάρασ. -Ανδρ. Δύο 'κατόδες (Διακόσια) Φάρασ. -Dawk. Ερυό χιλιάρες (δύο χιλιάδες) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
6. Αντί του τακτικού αριθμητικού δεύτερος Αξ., Ουλαγ., Φάρασ. : Τα δύο του Μάρτ’ (Την δεύτερη μέρα του Μάρτη) Φάρασ. -Ανδρ. Τ Απλιριού τα ντυό (Την δεύτερη μέρα του Απρίλη) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
7. Ως ουσ., ο αριθμός και το σύμβολο 2 Μισθ., Φάρασ. : Δύο δύο (Δύο και δύο) Φάρασ. -Dawk. Ισύ ξέρεις νούμερα: ντου τρία τσ̑είδι Μάκης, ντου ντύο τσ̑είδι Λευτέρ’ (Έσύ ξέρεις τους αριθμούς: το τρία είναι ο Μάκης, το δύο είναι ο Λευτέρης) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
8. Ως επίρρ., με επανάληψη του αριθμ., ανά δύο Αξ. : Ντυό ντυό (Δυο δυο, ανά δύο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.