δύναμη
(ουσ. θηλ.)
δύναμη
[ˈðinami ]
Μισθ., Σινασσ.
ντύναμη
[ˈdinami]
Μισθ.
ζύναμη
[ˈzinami]
Σίλ.
Από το αρχ. ουσ. δύναμις. Ο μεταπλ. κατά τα πρωτόκλιτα σε -η μεσν. Ο τύπ. ζύναμη με τροπή [ð] > [z], βλ. Dawkins (1916: 44). Η λ. από την κοινή ν.ε.
3. Δύναμη να αντιμετωπίζει κάποιος μιά δυσκολία, αντοχή
Μισθ., Σινασσ.
:
Xιογό να δου ντώκ' δύναμη μονάχα
(Ο Θεός να του δώσει δύναμη μονάχα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τσάνεψα, χάσα τα, δεν ήξευρα, ό,τι δύναμη είχα έκλαιγα και τζαχ-τζιμουλούμουνα
(Τρελάθηκα, τα έχασα, δεν ήξερα, με ό,τι δύναμη είχα έκλαιγα και χτυπιόμουνα)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Συνών.
κότσι, χαΐρι, ντερμάνι