ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δύναμη (ουσ. θηλ.) δύναμη [ˈðinami ] Μισθ., Σινασσ. ντύναμη [ˈdinami] Μισθ. ζύναμη [ˈzinami] Σίλ. Από το αρχ. ουσ. δύναμις. Ο μεταπλ. κατά τα πρωτόκλιτα σε μεσν. Ο τύπ. ζύναμη με τροπή [ð] > [z], βλ. Dawkins (1916: 44). Η λ. από την κοινή ν.ε.
1. Φυσική, σωματική δύναμη, ρώμη Μισθ. : Πρέπει να σωρόψου τσι ογώνα να ντείξου ντύναμη μ' (Πρέπει να μαζέψω, ενν. ξύλα, κι εγώ για να δείξω την δύναμή μου) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. κουβέτι, κούτζι
2. Δύναμη, εξουσία Μισθ., Σίλ. Συνών. κουβέτι
3. Δύναμη να αντιμετωπίζει κάποιος μιά δυσκολία, αντοχή Μισθ., Σινασσ. : Xιογό να δου ντώκ' δύναμη μονάχα (Ο Θεός να του δώσει δύναμη μονάχα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Τσάνεψα, χάσα τα, δεν ήξευρα, ό,τι δύναμη είχα έκλαιγα και τζαχ-τζιμουλούμουνα (Τρελάθηκα, τα έχασα, δεν ήξερα, με ό,τι δύναμη είχα έκλαιγα και χτυπιόμουνα) Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. κότσι, χαΐρι, ντερμάνι