ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δωδεκαήμερο (ουσ. ουδ.) ρωρεκαήμερο [rorekaˈimero] Σίλ. δωδεκάμερ'νου [ðοðeˈkamernu] Μαλακ. Πληθ. δωδεκάμερ'να [ðοðeˈkamerna] Ανακ., Αραβαν., Σίλατ., Τελμ., Φλογ. Από το μεσν. ουσ. δωδεκαημέρον, ουσιαστικοπ. του μεσν. επίθ. δωδεκαήμερος. Οι τύπ. -μερ'ν- με επίδρ. του τύπ. γεν. μερ'νού του ουσ. ημέρα.
Το χρονικό διάστημα μεταξύ Χριστουγέννων και Θεοφανίων ό.π.τ. : Δωδεκάμερ'να τα ψ̑υχά βγαίνισ̑καν και ’ύριζαν (Το δωδεκαήμερο πριν τα Θεοφάνια έβγαιναν οι ψυχές και τριγύριζαν) Ανακ. -Κωστ.Α. Δεν παίνισκαμ’ τα δωδεκάμερ'να μοναχό μας ασ' σο ένα οdά ’ς άλλου σου σπιτσιού το οdά (Δεν πηγαίναμε το δωδεκαήμερο μόνοι μας από τον ένα σπίτι στο άλλο) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Ασμ. Ετά τα Δωδεκάμερ'να να ήταν δώδεκα χρόνους, να χόρταιναμ’ τον γκόσμο, να χόρταιναμ’ τα μέρη μας (Τα δωδεκαήμερα να ήταν δώδεκα χρόνια, να χορταίναμε τον κόσμο, να χορταίναμε τα μέρη ) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. δωδεκάρι :1