δώκια
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
δώκα̈
[ˈðocæ ]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. το δώσει = δόσιμο (< απαρ. του ρ. δίνω από το θ. του αορ. ἔδωσα-ἔδωκα). Ο Καρολίδης (1885: 159-160) καταγράφει τον τύπ. ως δόκεα και τον συνδέει εσφαλμένα με το ρ. δοικώ = παντρεύω. Για την λ. βλ. ΙΛΝΕ, λ. δώσι.
Προίκα