ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δωδεκάρι (ουσ. ουδ.) δωδεκάρ' [ðoðeˈkar] ντωεκάρ' [doeˈkar] Μισθ. Πληθ. δωδεκάρια [ðοðeˈkarʝa] Ανακ., Αξ., Τροχ., Φλογ. ντωεκάρια [dοeˈkarʝa] Μισθ., Σίλατ., Τσαρικ. ντωγεκάρια [dοʝeˈkarʝa] Αξ. Μεσν. δωδεκάρι = δωδεκάδα, από το αρχ. δώδεκα και το παραγωγ. επίθμ. -άρι.
1. Στον πληθ., το δωδεκαήμερο, το χρονικό διάστημα μεταξύ Χριστουγέννων και Θεοφανίων Ανακ., Αξ., Τροχ., Φλογ. : Τα δωδεκάρια δεν μπαλώνουμ’, δεν γκοίταζαμ’ δουλειές (Κατά το δωδεκαήμερο δεν μπαλώναμε, δεν κἀναμε δουλειές) Τροχ. -Νίγδελ.Λ. Συνών. δωδεκαήμερο
2. Οι ψυχές των νεκρών που, σύμφωνα με την λαϊκή δοξασία, ανεβαίνουν στην γη την παραμονή των Φώτων, καλικάντζαροι Μισθ., Τσαρικ. : Τσ̑αρπούν σι τα Ντωεκάρια (Σε τσιμπούν οι ψυχές των νεκρών που κυκλοφορούν στην γη πριν τα Θεοφάνια) Μισθ. -Κωστ.Μ.
3. Δωδεκαμελές συμβούλιο Φλογ. : Τζιγιρτά το δωδεκάρι τ' και λέγει το (Προσκαλεί το συμβούλιό του και τους λέει) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. δωδεκάδα