δωδεκάρι
(ουσ. ουδ.)
δωδεκάρ'
[ðoðeˈkar]
ντωεκάρ'
[doeˈkar]
Μισθ.
Πληθ.
δωδεκάρια
[ðοðeˈkarʝa]
Ανακ., Αξ., Τροχ., Φλογ.
ντωεκάρια
[dοeˈkarʝa]
Μισθ., Σίλατ., Τσαρικ.
ντωγεκάρια
[dοʝeˈkarʝa]
Αξ.
Μεσν. δωδεκάρι = δωδεκάδα, από το αρχ. δώδεκα και το παραγωγ. επίθμ. -άρι.
1. Στον πληθ., το δωδεκαήμερο, το χρονικό διάστημα μεταξύ Χριστουγέννων και Θεοφανίων
Ανακ., Αξ., Τροχ., Φλογ.
:
Τα δωδεκάρια δεν μπαλώνουμ’, δεν γκοίταζαμ’ δουλειές
(Κατά το δωδεκαήμερο δεν μπαλώναμε, δεν κἀναμε δουλειές)
Τροχ.
-Νίγδελ.Λ.
Συνών.
δωδεκαήμερο
2. Οι ψυχές των νεκρών που, σύμφωνα με την λαϊκή δοξασία, ανεβαίνουν στην γη την παραμονή των Φώτων, καλικάντζαροι
Μισθ., Τσαρικ.
:
Τσ̑αρπούν σι τα Ντωεκάρια
(Σε τσιμπούν οι ψυχές των νεκρών που κυκλοφορούν στην γη πριν τα Θεοφάνια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
3. Δωδεκαμελές συμβούλιο
Φλογ.
:
Τζιγιρτά το δωδεκάρι τ' και λέγει το
(Προσκαλεί το συμβούλιό του και τους λέει)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
δωδεκάδα