ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κατσιβέλι (ουσ. ουδ.) κατσιβέλι [katsiˈveli] Τελμ. Από το επίθ. κατσιβέλα και το επίθμ. .
Καλικάντζαρος Καππ. : || Ασμ. Έπεσαν κατόπ’σα τ’ δυο κατσιβέλια (Τον ακολούθησαν δύο καλικάντζαροι) Καππ. -Αινατζ.