κατσιβέλι
(ουσ. ουδ.)
κατσιβέλι
[katsiˈveli]
Τελμ.
Από το επίθ. κατσιβέλα και το επίθμ. -ι.
Καλικάντζαρος
Καππ.
:
|| Ασμ.
Έπεσαν κατόπ’σα τ’ δυο κατσιβέλια
(Τον ακολούθησαν δύο καλικάντζαροι)
Καππ.
-Αινατζ.