κατσαρόλα
(ουσ. θηλ.)
κατσ̑αρόλα
[katʃaˈrola]
Μισθ.
κατσαρόρα
[katsaˈrora]
Σίλ.
κατσ'ρούλα
[katsˈrula]
Μισθ.
Από το τουρκ. kaçarola, το οπ. από το βεν. cazzarola. Ο τύπ. κατσαρόρα με αφομ.
Κατσαρόλα
ό.π.τ.
:
Σάνιξαν δου πλεγούρ, να φαν πλεγούρ, να γιομώσ’νι δου κατσ̑αρόλα τ'
(Έφτιαξαν το πλιγούρι, να φάνε πλιγούρι, να γεμίσουν την κατσαρόλα τους)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Κατσαρόρας μου τ’ σ̑έρι ξέβ’κι
(Της κατσαρόλας μου το χέρι βγήκε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Χουλιάρ' ντου κατσ'ρούλα λέμ’dου ντάντσ̑αρα
(Το κουτάλι της κατσαρόλας το λέμε ντετζερέ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.