ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κατσαρόλα (ουσ. θηλ.) κατσ̑αρόλα [katʃaˈrola] Μισθ. κατσαρόρα [katsaˈrora] Σίλ. κατσ'ρούλα [katsˈrula] Μισθ. Από το τουρκ. kaçarola, το οπ. από το βεν. cazzarola. Ο τύπ. κατσαρόρα με αφομ.
Κατσαρόλα ό.π.τ. : Σάνιξαν δου πλεγούρ, να φαν πλεγούρ, να γιομώσ’νι δου κατσ̑αρόλα τ' (Έφτιαξαν το πλιγούρι, να φάνε πλιγούρι, να γεμίσουν την κατσαρόλα τους) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Κατσαρόρας μου τ’ σ̑έρι ξέβ’κι (Της κατσαρόλας μου το χέρι βγήκε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Χουλιάρ' ντου κατσ'ρούλα λέμ’dου ντάντσ̑αρα (Το κουτάλι της κατσαρόλας το λέμε ντετζερέ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.