ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κατσαγάνος (ουσ. αρσ.) qατσ̑αγάνος [qatʃaˈɣanos] Μαλακ. γατσ̑ἀνους [ɣatʃaˈnus] Φάρασ. γασχι̂́νης [ɣaˈsxɯnis] Σινασσ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kaçağan = α) αυτός που επιδιώκει να το σκάει β) δραπέτης γ) γρήγορο άλογο δ) λαγός (Tietze 2016, λ. kaçağan), όπου και διαλεκτ. τύπ. kaçan, gaçan (Önder 2022: 35, Redhouse, ΤΗΑDS, λ. kaçğın).
Δραπέτης ό.π.τ. Συνών. κατσάκης :2
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024