κατσαγάνος
(ουσ. αρσ.)
qατσ̑αγάνος
[qatʃaˈɣanos]
Μαλακ.
γατσ̑ἀνους
[ɣatʃaˈnus]
Φάρασ.
γασχι̂́νης
[ɣaˈsxɯnis]
Σινασσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kaçağan = α) αυτός που επιδιώκει να το σκάει β) δραπέτης γ) γρήγορο άλογο δ) λαγός (Tietze 2016, λ. kaçağan), όπου και διαλεκτ. τύπ. kaçan, gaçan (Önder 2022: 35, Redhouse, ΤΗΑDS, λ. kaçğın).