ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάτσι (I) (ουσ. ουδ.) κάτσι [ˈkatsi] Σίλ. κάτσ̑ι [ˈkatʃi] Σίλ. Από το τουρκ. διαλεκτ. hança και honça, όπου και τύπ. kanca = α) δώρα του γάμου β) γενικώς δώρα γ) μπαξίσι, δώρο σε όποιον έφερνε καλά νέα (THADS, λ. hança, honça I, ΙΙ, kanca), που μεθερμηνεύτηκαν ως πληθ. σε ουδ. . Σύμφωνα με τον Tietze (2016: λ. hança l) η τουρκ. διαλεκτ. λ. από το οθωμ. ουσ. hança/honça = ταψί. Εναλλακτικά, από το ουσ. γάντζα = τσιγκέλι, γάντζος, όπου και τύπ. κάνdζα. Για την σημ. πβ. κουτζέρι = γάντζος όπου κρεμούν τα δώρα των παιδιών που έλεγαν τα κάλαντα.
1. Τα δώρα που μάζευαν τα παιδιά από τα σπίτια όταν έλεγαν τα κάλαντα Σίλ. : Ήρτασι να πάρουσι τα κάτσι κάτσι (Ήρθαν να πάρουν τα δώρα για τα κάλαντα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Τα κάλαντα : Ήρτασι να μας πούσι κάτσ̑ι κάτσ̑ι (Ήρθαν να μας πουν τα κάλαντα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6