κάτσι (I)
(ουσ. ουδ.)
κάτσι
[ˈkatsi]
Σίλ.
κάτσ̑ι
[ˈkatʃi]
Σίλ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. hança και honça, όπου και τύπ. kanca = α) δώρα του γάμου β) γενικώς δώρα γ) μπαξίσι, δώρο σε όποιον έφερνε καλά νέα (THADS, λ. hança, honça I, ΙΙ, kanca), που μεθερμηνεύτηκαν ως πληθ. σε ουδ. -ι. Σύμφωνα με τον Tietze (2016: λ. hança l) η τουρκ. διαλεκτ. λ. από το οθωμ. ουσ. hança/honça = ταψί. Εναλλακτικά, από το ουσ. γάντζα = τσιγκέλι, γάντζος, όπου και τύπ. κάνdζα. Για την σημ. πβ. κουτζέρι = γάντζος όπου κρεμούν τα δώρα των παιδιών που έλεγαν τα κάλαντα.
1. Τα δώρα που μάζευαν τα παιδιά από τα σπίτια όταν έλεγαν τα κάλαντα
Σίλ.
:
Ήρτασι να πάρουσι τα κάτσι κάτσι
(Ήρθαν να πάρουν τα δώρα για τα κάλαντα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Τα κάλαντα
:
Ήρτασι να μας πούσι κάτσ̑ι κάτσ̑ι
(Ήρθαν να μας πουν τα κάλαντα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6