κατράμι
(ουσ. ουδ.)
κατράνι
[kaˈtrani]
Φάρασ.
κατράν'
[kaˈtran]
Αξ., Μαλακ., Τροχ., Φλογ.
γατράν'
[ɣaˈtran]
Δίλ., Ποτάμ., Τροχ.
χατράνι
[xaˈtrani]
Σινασσ., Φάρασ.
γιατράν'
[ʝaˈtran]
Τροχ.
χατράμι
[xaˈtrami]
Μισθ.
χατράμ'
[xaˈtran]
Μισθ.
Νεότ. ουσ. κατράνι (βλ. Λεξ. Σομ. λ. κατράνι, κιτράνι), τύπ. του νεότ. ουσ. κατράμι, το οπ. από τουρκ. katran (< αραβ. ḳaṭrān/ḳiṭrān).
1. Κατράμι, πίσσα
ό.π.τ.
:
Ἀλειψε το καμbήλ' κατράν' και έμασεν το μέσα στο εκκλησ̑ά
(Άλειψε την καμήλα με κατράμι και την έμπασε μέσα στην εκκλησιά)
Τροχ.
-Νίγδελ.Λ.
Εκεί ανάφ’ φωτιά και γιατράν'
(Εκεί (στην κόλαση) ανάβει φωτιά και πίσσα)
Τροχ.
-Νίγδελ.Λ.
|| Φρ.
Πάει σα γατράνια
(Πάει στα κατράμια˙ πάει στην κόλαση)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Έβγκαλάν ντα 'σ' το πισσάρι, βούτ'σαν ντα σο χατράνι
(Τον έβγαλαν από την πίσσα, τον βούτηξαν στο κατράμι˙ πήγε από το κακό στο χειρότερο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Κι οι αμαρτωλοί στην κόλαση, σταϊ πίσσης τα κατράνια
(Και οι αμαρτωλοί στην κόλαση, στης πίσσας τα κατράμια)
Μαλακ.
-Παχτ.
Κόμμα παρά κι αν έδωσες, χρυσή λαμbάδα μπρό σου
Κόμμα ρούχα κι αν έδωσες προστά σου θα το φέρουν
Κι αυτά αν δεν τα έκανες, στις πίσσες στα χατράνια (Ένα νόμισμα κι αν έδωσες, χρυσή λαμπάδα μπρος σου
Ένα ρούχο κι αν έδωσες μπροστά σου θα το φέρουν
Κι αυτά αν δεν τα έκανες, στις πίσσες στα κατράμια) Σινασσ. -Λεύκωμα
Κόμμα ρούχα κι αν έδωσες προστά σου θα το φέρουν
Κι αυτά αν δεν τα έκανες, στις πίσσες στα χατράνια (Ένα νόμισμα κι αν έδωσες, χρυσή λαμπάδα μπρος σου
Ένα ρούχο κι αν έδωσες μπροστά σου θα το φέρουν
Κι αυτά αν δεν τα έκανες, στις πίσσες στα κατράμια) Σινασσ. -Λεύκωμα
2. Συνεκδοχ., μαύρος σαν κατράμι
Αξ., Μισθ., Ποτάμ., Φάρασ.
:
Ντα ντουβάρια 'ς τουνdουριού ντου σπίτ’ τσ̑όδαν χατράμια
(Οι τοίχοι στο δωμάτιο του τουντουριού ήταν μαύροι κατράμι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Είχα μαλλιά πολλά, σκάλες σιάνιξαν· μαύρα, κατράν' μαύρα κειόσαν
(Είχα πολλά μαλλιά, έκαναν σκάλες· ήταν μαύρα, μαύρα σαν κατράμι)
Αξ.
-Παυλίδ.
Η χαραή του 'ένdουν μαύρου μαύρου χατράνι
(Το πρόσωπό του έγινε κατάμαυρο σαν κατράμι)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Ένι μαύρον χατράνι
(Είναι μαύρο (σαν) κατράμι)
Φάρασ.
-Αναστασ.