κατόχεσμα
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
κατογέσματα
[katοˈʝezmata]
Αξ.
Από τα ουσ. κάτα = γάτα και χέσμα, με τροπή [ç] > [ʝ].
Κόπρανα της γάτας
Αξ.