ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κατσάδα (ουσ. θηλ.) κατσάδα [kaˈtsaða] Μαλακ. κατσάρα [kaˈtsara] Φάρασ. Από το βεν. cazzada, πβ. ιταλ. cazzata = α) ανοησία β) διαλεκτ., επίπληξη. Η λ. και Πόντ. Για τον τύπ. κατσάρα, πβ. ποντ. ρ. κατζάρω = επιπλήττω.
Κατσάδα, επίπληξη ό.π.τ. : Ατός πάλι μούγουσιν το κ'θάρι κι δώκαν τα αν κατσάρα (Αυτός πάλι έκρυψε το κριθάρι και του έρριξαν μιά κατσάδα) Φάρασ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. αζαρλάτημα, μαρκάλωμα :2