κατσάδα
(ουσ. θηλ.)
κατσάδα
[kaˈtsaða]
Μαλακ.
κατσάρα
[kaˈtsara]
Φάρασ.
Από το βεν. cazzada, πβ. ιταλ. cazzata = α) ανοησία β) διαλεκτ., επίπληξη. Η λ. και Πόντ. Για τον τύπ. κατσάρα, πβ. ποντ. ρ. κατζάρω = επιπλήττω.
Κατσάδα, επίπληξη
ό.π.τ.
:
Ατός πάλι μούγουσιν το κ'θάρι κι δώκαν τα αν κατσάρα
(Αυτός πάλι έκρυψε το κριθάρι και του έρριξαν μιά κατσάδα)
Φάρασ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
αζαρλάτημα, μαρκάλωμα :2