κατσί
(ουσ. ουδ.)
κατσ̑ί
[kaˈtʃi]
Σίλ.
Μεσν. ουσ. κατσίν, πβ. Χρον. Μορ. H 2932 «ἐφάγασιν τοὺς ποντικοὺς ὁμοίως καὶ τὰ κατσία».