κατσουρεύω
(ρ.)
κασ̑ουρεύω
[kaʃuˈrevo]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. ρ. kaçırmak = α) φυγαδεύω β) απάγω γ) κλέβω την αγαπημένη μου δ) φοροδιαφεύγω ε) κάνω λαθρεμπόριο και το παραγωγ. επίθμ. -εύω. Η λ. και Πόντ.
Kλέβω.
Πβ.
καρκουρεύω