κατύτερος
(επίθ.)
κατύτερος
[kaˈtiteros]
Ανακ.
Από το αρχ. επίθ. κατώτερος αναλογ. προς το επίθ. συγκριτικού βαθμού καλύτερος.
Κατώτερος
Ανακ.