ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κατσώρα (ουσ. θηλ.) κατσώρα [kaˈtsora] Φάρασ. Πιθ. από νεότ. φρ. κακηώρα (< επίθ. κακὴ + ουσ. ὥρα), το οπ. απαντά κυρ. σε κατάρες και επιβιώνει σε πολλά ν.ε. ιδιώματα. Πβ. και ν.ε. διαλεκτ. καλιώρα = φόβητρο για τα παιδιά.
Εφιάλτης, δαίμονας
Τροποποιήθηκε: 30/04/2025