κατσώρα
(ουσ. θηλ.)
κατσώρα
[kaˈtsora]
Φάρασ.
Πιθ. από νεότ. φρ. κακηώρα (< επίθ. κακὴ + ουσ. ὥρα), το οπ. απαντά κυρ. σε κατάρες και επιβιώνει σε πολλά ν.ε. ιδιώματα. Πβ. και ν.ε. διαλεκτ. καλιώρα = φόβητρο για τα παιδιά.
Εφιάλτης, δαίμονας