ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κατώφλι (ουσ. ουδ.) κατέφλι [kaˈtefli] Αραβαν. κατέφλο [kaˈteflo] Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ. κατέφλου [kaˈteflu] Μισθ. κατέφιο [kaˈtefço] Μισθ. Μεσν. ουσ. κατώφλιον ( < επίρρ. κάτω και ουσ. φλιά = ανώφλι). Ο τύπ. κατέφλι νεότ.
Το κατώφλι και ειδικότ., τα σκαλοπάτια του κατωφλιού ό.π.τ. : Έdωκε έμρι να 'πουχώσουν το ναίκα τ' ως το ήμ'σο τ' σα κατέφλια ομbρό (Έδωσε διαταγή να θάψουν την γυναίκα του ως την μέση μπροστά στο κατώφλι) Αραβαν. -Φωστ. Γαμπρός ντε μαίνισκι νυφιού ντου κατέφλου (Ο γαμπρός δεν έμπαινε, δεν πέρναγε το κατώφλι της νύφης) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. γη, εσίκι, καντούνι