κατώφλι
(ουσ. ουδ.)
κατέφλι
[kaˈtefli]
Αραβαν.
κατέφλο
[kaˈteflo]
Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ.
κατέφλου
[kaˈteflu]
Μισθ.
κατέφιο
[kaˈtefço]
Μισθ.
Μεσν. ουσ. κατώφλιον ( < επίρρ. κάτω και ουσ. φλιά = ανώφλι). Ο τύπ. κατέφλι νεότ.
Το κατώφλι και ειδικότ., τα σκαλοπάτια του κατωφλιού
ό.π.τ.
:
Έdωκε έμρι να 'πουχώσουν το ναίκα τ' ως το ήμ'σο τ' σα κατέφλια ομbρό
(Έδωσε διαταγή να θάψουν την γυναίκα του ως την μέση μπροστά στο κατώφλι)
Αραβαν.
-Φωστ.
Γαμπρός ντε μαίνισκι νυφιού ντου κατέφλου
(Ο γαμπρός δεν έμπαινε, δεν πέρναγε το κατώφλι της νύφης)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
γη, εσίκι, καντούνι