ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καυκούτσα (ουσ. θηλ.) καυκούτσα [kafˈkutsa] Μαλακ., Σινασσ., Φλογ. καυκούτσ̑α [kafˈkutʃa] Μισθ. καρκούτσα [karˈkutsa] Αξ. Από το ουσ. καυκί και το επίθμ. -ούτσα. Πβ. τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kavkı = κέλυφος, ως αντιδάν. από την ελλ. (Tzitizlis 1987β: 60).
1. Κέλυφος καρυδιού, τσόφλι Αξ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ. : || Φρ. Καρυδιού καυκούτσα (Καρυδιού τσόφλι˙ μυαλό καρυδότσουφλο, ελαφρόμυαλος) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Παροιμ. Μ' ένα καρκούτσα φκιορώνεται τ' χάλασσα; (Μ'ένα καρυδότσουφλο αδειάζει η θάλασσα;˙ για περιπτώσεις όπου επιχειρείται το αδύνατον) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
2. Καύκαλο χελώνας Μισθ. Συνών. καύκαλο :1, κεμίκι :2