ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καυχησιά (ουσ. θηλ.) καυτσ̑ησία [kaftʃiˈsia] Φάρασ. καυτζ̑ησία [kafdʒiˈsia] Φάρασ. καυσ̑ά [kafˈʃa] Σίλ. Από το μεσν. ουσ. καυχησία, πβ. Διγ. Esc. 1229 «καὶ λόγους τοὺς ἐλάλησα οὐχὶ πρὸς καυχησίαν».
Καυχησιά, καυχησιολογία ό.π.τ. : 'γώ 'πιδού 'ς καυτσ̑ησίας την άκρα ήρτ' αδέ σο Βαρασ̑ό μας (Εγώ εξαιτίας αυτής της καυχησιάς ήρθα εδώ στα Φάρασά μας) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. Μο τη μαθεσία τζ̑αι την παλληκαρία σου, μο τα 'δρά τα έργατα, 'ενόσουν σο Βαρασ̑ό μας 'λλ' έν' καυτζ̑ησία (Με την γνώση σου και την παλληκαριά σου, με τα μεγάλα τα έργα σου, ήσουν άλλο ένα καύχημα για τα Φάρασά μας) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Ασμ. Γαλίτσ̑εψεν βγον ο πουσάκας μου, τσ̑ι 'εμώθη καυτσ̑ησία η τσάκα μου (Καβαλίκεψε σε άλογο ο πασάκας μου, και γέμισε περηφάνεια το στήθος μου) Φάρασ. -Λαμπρ. Συνών. ογούντημα