καφαλούς
(επίθ.)
γαφαλού
[ɣafaˈlu]
Μισθ.
Πληθ.
καφασαλούδια
[kafasaˈluðʝa]
Φλογ.
Από το τουρκ. επίθ. kafalı = α) αυτός που έχει κεφάλι β) διορατικός, μυαλωμένος.
1. Κεφάλας
Μισθ.
2. Aυτός που έχει μεγάλο λειρί
Φλογ.