ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καφτιάρης (επίθ.) Ουδ. καφτιάρ' [kafˈtçar] Μαλακ., Φλογ. Από το ρ. καίω, όπου και τύπ. κάφτω, και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
Καυτός ό.π.τ. : 'τον το βούτ'σεν σο κολυμβήθρα το παιδί πέθανεν ασ' σο καφτιάρ' το νερό (Όταν το βούτηξε στην κολυμβήθρα το παιδί πέθανε από το καυτό νερό) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811