καφτιάρης
(επίθ.)
Ουδ.
καφτιάρ'
[kafˈtçar]
Μαλακ., Φλογ.
Από το ρ. καίω, όπου και τύπ. κάφτω, και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
Καυτός
ό.π.τ.
:
'τον το βούτ'σεν σο κολυμβήθρα το παιδί πέθανεν ασ' σο καφτιάρ' το νερό
(Όταν το βούτηξε στην κολυμβήθρα το παιδί πέθανε από το καυτό νερό)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811