καφενές
(ουσ. αρσ.)
γαϊφενέ
[ɣaifeˈne]
Μισθ.
γαβιενέ
[ɣavʝeˈne]
Σινασσ.
Πληθ.
γαβιενέδια
[ɣavʝeˈneðʝa]
Σινασσ.
Νεότ. ουσ. καφενές (βλ. Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. kahvehane. O τύπ. γαϊφενέ επίδρ. του τύπ. γαϊφέ, βλ. καφές. O τύπ. γαβιενέδια με επίδρ. του τύπ. γαβιές.