ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καφενές (ουσ. αρσ.) γαϊφενέ [ɣaifeˈne] Μισθ. γαβιενέ [ɣavʝeˈne] Σινασσ. Πληθ. γαβιενέδια [ɣavʝeˈneðʝa] Σινασσ. Νεότ. ουσ. καφενές (βλ. Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. kahvehane. O τύπ. γαϊφενέ επίδρ. του τύπ. γαϊφέ, βλ. καφές. O τύπ. γαβιενέδια με επίδρ. του τύπ. γαβιές.
Καφενείο ό.π.τ. Συνών. καφές :3, ντουκάνι :1