καφετζής
(ουσ. αρσ.)
qαϊφεdζ̑ής
[qaifeˈdʒis]
Μαλακ., Φλογ.
κ͑αϊβεdζ̑ής
[kʰaiveˈdʒis]
Σίλ.
Πληθ.
καϊφεdζ̑ήρε
[kaifeˈdʒire]
Αραβαν.
Νεότ. ουσ. καφετζής, το οπ. από το τουρκ. ουσ. kahveci.
Καφετζής
ό.π.τ.
:
Πήγεν 'ς ένα άλλο χωριό και στάθεν 'ς ένα qαϊφεdζ̑ής τσιράχ'
(Πήγε σ' ένα άλλο χωριό και μπήκε παραγιός ενός καφετζή)
Φλογ.
-Dawk.
Σο Σημbόλ Αραβανιώτε τα πολλά καϊφεdζ̑ήρε ησαν
(Στην Κωνσταντινούπολη οι περισσότεροι Αραβανιώτες ήταν καφετζήδες)
Αραβαν.
-Dawk.JHS
Συνών.
τουκαντζής