ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τουκαντζής (ουσ. αρσ.) τουκανdζ̑ής [tukan'dʒis] Φάρασ. τοκαντζής [tokan'dzis] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. dükkâncı = καταστηματάρχης.
1. Μαγαζάτορας ό.π.τ.
2. Καφετζής Μισθ. : Τις νι τοκαντσής τσιαού; (ποιος είναι καφετζής εδώ;) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. καφετζής