τουκαντζής
(ουσ. αρσ.)
τουκανdζ̑ής
[tukan'dʒis]
Φάρασ.
τοκαντζής
[tokan'dzis]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. dükkâncı = καταστηματάρχης.
1. Μαγαζάτορας
ό.π.τ.
2. Καφετζής
Μισθ.
:
Τις νι τοκαντσής τσιαού;
(ποιος είναι καφετζής εδώ;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
καφετζής