τουζλάτισμα
(ουσ. ουδ.)
τουζλάτισμα
[tuzˈlatizma]
Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
Από το ρ. τουσλατίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Αλάτισμα
ό.π.τ.