τουγιά
(επίρρ.,μόρ.)
τουγιά
[tuˈʝa]
Αξ.
τουγά
[tu'ɣa]
Μισθ.
Από τα επίρρ. εδώ, όπου και τύπ. εdού, και εδά όπου και τύπ. εγιά.
1. Ως μόρ., να, να το!
ό.π.τ.
:
Τουγιά ουτσ̑ά Χεγός το ινσάνο σιναdίζ̑' το
(να έτσι ο Θεός τον άνθρωπο τον δοκιμάζει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Βασ̑ιλιό μ', τουγιά το 'μόν το κοτιλίκ, ετό 'ναι
(βασιλιά μου, να το το δικό μου το κακό, αυτό είναι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
-Αραΐζου ντου ζουνάρι μ'. Πούρτα 'νι; -Εμπέ! Τουγά!
(-Ψάχνω τη ζώνη μου. Πού είναι; -Πω πω! Να τη!)
Μισθ.
-Φατ.
2. Ως επίρρ., εδώ δα!
Αξ.