ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τουγιά (επίρρ.,μόρ.) τουγιά [tuˈʝa] Αξ. τουγά [tu'ɣa] Μισθ. Από τα επίρρ. εδώ, όπου και τύπ. εdού, και εδά όπου και τύπ. εγιά.
1. Ως μόρ., να, να το! ό.π.τ. : Τουγιά ουτσ̑ά Χεγός το ινσάνο σιναdίζ̑' το (να έτσι ο Θεός τον άνθρωπο τον δοκιμάζει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Βασ̑ιλιό μ', τουγιά το 'μόν το κοτιλίκ, ετό 'ναι (βασιλιά μου, να το το δικό μου το κακό, αυτό είναι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. -Αραΐζου ντου ζουνάρι μ'. Πούρτα 'νι; -Εμπέ! Τουγά! (-Ψάχνω τη ζώνη μου. Πού είναι; -Πω πω! Να τη!) Μισθ. -Φατ.
2. Ως επίρρ., εδώ δα! Αξ.