ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τουζλούς (επίθ.) τουζλούς [tuzˈlus] Φάρασ. ντουζλού [duzˈlu] Σίλ. τουζλού [tuzˈlu] Σίλ. Από το τουρκ. επίθ. tuzlu = αλατισμένος. Πβ. και νεότ. τουζλού σε παγιωμένες φρ. όπως τουζλού μπαλγάμ = αλμυρό φλέγμα (πβ. Γόρδ. Ἐπιστ. 1.404.15 «νὰ εὔγῃ καὶ χολὴ καὶ φλέγμα, καὶ μάλιστα τὸ ἁλμυρὸν ἐκεῖνο ὁποῦ λέγουν, καθὼς ἠξεύρει ἡ αἰδεσιμότης σου, τουζλοὺ μπαλγάμ»), τουζλου μπαλκαμίτι =αλμυρό φλέγμα (Μηνάς 2012: 300).
1. Αλατισμένος ό.π.τ. : || Φρ. Ντουζλού νιαρό (Αλατισμένο νερό˙ Σαλαμούρα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. αλυκός
2. Παστός Σίλ. : Πήραμι νίγα τουζλού πισάρια (Πήραμε λίγα παστά ψάρια) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6