ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τούβλο (ουσ. ουδ.) τούβλο [ˈtuvlo] Μισθ. Πληθ. τ͑ούγλα [ˈtʰuɣla] Φλογ. Θηλ. Πληθ. τούβλις [ˈtuvlis] Μισθ. τούχλις [ˈtuxlis] Μισθ. τ͑ούγλ̑ις [ˈtʰuɣʎis] Μισθ. Από το μεσν. ουσ. τοῦβλον. Οι θηλ. τύπ. αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. tuğla = τούβλο (< μεσν. πληθ. τοῦβλα) επαναναλύθηκε ως τύπ. πληθ.
Τούβλο ό.π.τ. : Πιάσιν ντα σπίτια, απ' ένα τούβλο ήδουν (Έπιασαν τα σπίτια, από ένα τούβλο ήταν) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Σον τόπο μας χώμα δεν έχουμε μι και να ποίκουμε τ͑ούγλα; (Μήπως δεν έχουμε χώμα στον τόπο μας για να φτιάξουμε τούβλα;) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Το παιδί παίρ' τα τ͑ούγλα, τσακών' το, κρούει το κάτω (Το παιδί παίρνει τα τούβλα, το σπάει, το χτυπάει κάτω) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Κοντύλαναμ' σα τούβλις απάν' (Σκοντάφταμε πάνω στα τούβλα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ήβ'ρι μας δα τ͑ούγλ̑ις, ήβ'ρι μας μαστόροι (Μας έφερε τα τούβλα, μας έφερε μάστορες) Μισθ. -VLACH Χέκιξαμ' ντυό τούχλις (Βάζαμε δυο τούβλα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. κερπίτσι