τουγιάζω
(ρ.)
τουγιάζου
[tuˈʝazu]
Μισθ.
Από το ουσ. τούι και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Βγάζω τρίχωμα, γίνομαι τριχωτός
Τροποποιήθηκε: 29/12/2022