τότε
(επίρρ.)
τότε
[ˈtote]
Καππ., Φάρασ.
ατότε
[aˈtote]
Αφσάρ., Κίσκ., Φάρασ.
αdόdε
[aˈdode]
Φάρασ.
τότες
[ˈtotes]
Αξ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ.
ατότες
[aˈtotes]
Φάρασ.
τότι
[ˈtoti]
Μαλακ., Σίλ.
όdε
[ˈode]
Μισθ.
Από το αρχ. τότε. Ο τύπ. τότες ήδη μεσν., με προσθήκη τελικού -ς αναλογ. προς άλλα επιρρ. σε -ς. Ο τύπ. ατότε από το τότε με α- αναλογ. προς άλλα επιρρ. με α-. To όdε με ανομοιωτική αποβολή του αρκτικού [t].
1. Δηλώνει χρονικό σημείο διαφορετικό του παρόντος
ό.π.τ.
:
Σηκώχη και πήρε το τουφέγκι τ' για να το σκοτώσ'. Τότε το μελίσσ' 'κένσε το χέρι τ' και γούλτωσεν το
(Σηκώθηκε και πήρε το τουφέκι του για να τη σκοτώσει. Τότε η μέλισσα τσίμπησε το χέρι του και τη γλύτωσε)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Εκεί τότε σ̑ηκώρη το καμήλ'
(Εκεί τότε σηκώθηκε η καμήλα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
'Πο 'τότε δέθε κράτ'σαν τα. Κρατούμεν τα τζ̑ι εμείς
(Από τότε και δώθε το κράτησαν (στην κατοχή τους). Το κρατούμε κι εμείς)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
τζαι ατότε κάdζευσε Πέτρος τζι είπεντι
(και τότε μίλησε ο Πέτρος και είπε)
Φάρασ.
-Lag.
Αdόdε, σαμού φτένκαμε το γκαdζ̑ί […] νεκρούdουνε ο υγιό μου όξου
(Τότε, όταν μιλούσαμε μαζί, ο γιος μου άκουγε απ'έξω)
Φάρασ.
-Dawk.
Ύστερα τον ήρτεν το φουκ̔αρές τ' αδελφό τ', τράν'σενε: το αδελφό τ' κρέμασάν ντο. Τότες πήρεν ντο αδελφό τ', κατέβασέν ντo και πεγάσεν ντο σο σπίτι τ'
(Μετά, όταν ήρθε ο φουκαράς ο αδερφός του, είδε ότι είχανε κρεμάσει τον αδερφό του. Τότε πήρε τον αδερφό του, τον κατέβασε κάτω και τον έφερε στο σπίτι)
Σίλατ.
-Dawk.
Το γιερού οι νομάτοι, «Να κόψομ' το τσ̑ουφάλιν ντου, να γλυτώσωμε το πιθάρι». Ατότες, σαμ' έκοψαν ντο τζ̑ουφάλιν ντου, πόμεινε το τζ̑ουφάλιν ντου σο πιθάρι 'πέσου
(Οι άνθρωποι του σπιτιού είπαν: «Να κόψουμε το κεφάλι του για να μη σπάσουμε το πιθάρι». Τότε, όταν έκοψαν το κεφάλι του, το κεφάλι έμεινε μέσα στο πιθάρι)
Φάρασ.
-Dawk.
Έρσ̑ιτι, «Γήμαρτον! Ότσι Σεγός τσ̑ονgιάν σέλει, άρτουπους ρε πουρεί να τα χαλάσ̑ει». Κι τότι παίρει τσ̑ην κόρη ντου, τα τέκνα τσ̑ης, του γαμbρούν ντου· παγαίν-νει του σπίτσ̑ιν ντου
(Έρχεται (ο βασιλιάς και λέει) «Συγνώμη! Ους ο Θεός συνέζευξε, άνθρωπος μη χωριζέτω». Και τότε παίρνει την κόρη του, τα παιδιά του και τον γαμπρό του· πηγαίνει στο σπίτι του)
Σίλ.
-Dawk.
Απ' ιτά ντου σ̑ισ̑έ ντου λερό να μι φέρεις, τσ̑' όdε να μι πάρεις
(Απ' αυτό το μπουκάλι να μου φέρεις νερό, και τότε θα με παντρευτείς)
Μισθ.
-Dawk.
|| Φρ.
ατότε τον ταρό
(την τότε εποχή˙ απόδοση της ευαγγελικής φράσης <em>τῷ καιρῷ ἐκείνῳ</em>)
Φάρασ.
-Lag.
Συνών.
απεκεί, ατσοντότε, εκτότε, όζαμαν, υστέρου
2. Όταν
Σίλ.
:
Τότι πήγαμι, ρεν ήτου σπίτσ̑ι
(Όταν πήγαμε, δεν ήταν στο σπίτι)
3. με ονοματική χρήση σε συνδυασμό με το άρθρ.
:
Το παιρί έπκαν ντο σεραϊλού και φόρ'σαν ντο γατιφεργιού φορ'σ̑ές κι ασ' τα τότε μπερί έκατσε σο σεράι
(Το παιδί το πήραν στο παλάτι και του φόρεσαν βελουδένια ρούχα κι από εκείνη την εποχή έμεινε στο παλάτι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.