τόρακα
(ουσ. ουδ.)
τόρακα
[ˈtoraka]
Αραβαν., Γούρδ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. toraka (< βουλγ. tojaga) = χοντρό ραβδί βοσκού ή φύλακα (Tietze 2019, λ. toyağa/ turaka). Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. με τύπ. ντογιάκα.
Τροποποιήθηκε: 06/07/2025