ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τόρακα (ουσ. ουδ.) τώρακα [ˈtoraka] Αραβαν., Γούρδ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. toraka (< βουλγ. tojaga) = χοντρό ραβδί βοσκού ή φύλακα (Tietzε 2019, λ. toyağa/ turaka). Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. με τύπ. ντογιάκα.
Ρόπαλο ό.π.τ. Συνών. κοτέκι :1, τοπούζι
Τροποποιήθηκε: 06/07/2025