τοπλού
(ουσ. ουδ.)
τ͑οπλούγια
[tʰoˈplu ʝa]
Αξ.
Από την τουρκ. φρ. toplu iğne = βελόνα με μικρή κεφαλή (Tietze 2019: λ. toplu iğne), με παράλειψη του προσδιοριζόμενου ουσιαστικού. Η ουσιαστ. του επιθ. της φρ. και σε τουρκ. διαλέκτ. με τη σημ. ‘φουρκέτα’ (THADS 10, λ. toplu III).
Καρφοβελόνα