ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τοπλού (ουσ. ουδ.) τ͑οπλούγια [tʰoˈplu ʝa] Αξ. Από την τουρκ. φρ. toplu iğne = βελόνα με μικρή κεφαλή (Tietze 2019: λ. toplu iğne), με παράλειψη του προσδιοριζόμενου ουσιαστικού. Η ουσιαστ. του επιθ. της φρ. και σε τουρκ. διαλέκτ. με τη σημ. ‘φουρκέτα’ (THADS 10, λ. toplu III).
Καρφοβελόνα
Τροποποιήθηκε: 05/01/2025