τοπάλης
(επίθ.)
τ͑οπ͑άλης
[tʰoˈpʰalis]
Μισθ., Σίλ., Φάρασ.
τ͑οπ͑άλι
[tʰoˈpʰali]
Φάρασ.
τ͑οπάλ'
[tʰoˈpal]
Ανακ., Αραβαν., Μισθ., Φάρασ., Φλογ.
Θηλ.
τ͑οπ͑άλού
[tʰopʰa'lu]
Φάρασ.
τοπάλισα
[toˈpalisa]
Σίλ.
Γεν. Εν.
τ͑οπαλιού
[tʰopa'ʎu]
Αξ., Σίλ.
Πληθ.
τοπάλια
[toˈpaʎa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. επίθ. topal = κουτσός. Ο τύπος τοπάλισα με την προσθήκη του θηλ. επιθμ. -α.
Κουτσός
ό.π.τ.
:
Τσ̑' είdι ένα τοπάλ' μουρμούτσ̑'
(και είδε ένα κουτσό μυρμήγκι)
Μισθ.
-Dawk.
|| Φρ.
Τσιλώ ντου τοπάλη ντου πρόσ'που
(Να χέσω του κουτσού τα μούτρα˙ ύβρις)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
|| Παροιμ.
Το ντιάβολε ρώτ'σαν ντο: «πούγε ηυρίσ̑κεσαι;», κι εκείνο: «'ς τ͑υφλού το μάτ' και 'ς τοπαλιού το πουγιάρ'», είπεν
(τον διάβολο τον ρώτησαν: «πού βρίσκεσαι;» κι εκείνος: «στου τυφλού το μάτι και στου κουτσού το ποδάρι», είπε˙ για τους τυφλούς και τους κουτσούς που είναι ιδιότροποι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.