ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τοπάλης (επίθ.) τ͑οπ͑άλης [tʰoˈpʰalis] Μισθ., Σίλ., Φάρασ. τ͑οπ͑άλι [tʰoˈpʰali] Φάρασ. τ͑οπάλ' [tʰoˈpal] Ανακ., Αραβαν., Μισθ., Φάρασ., Φλογ. Θηλ. τ͑οπ͑άλού [tʰopʰa'lu] Φάρασ. τοπάλισα [toˈpalisa] Σίλ. Γεν. Εν. τ͑οπαλιού [tʰopa'ʎu] Αξ., Σίλ. Πληθ. τοπάλια [toˈpaʎa] Σινασσ. Από το τουρκ. επίθ. topal = κουτσός. Ο τύπος τοπάλισα με την προσθήκη του θηλ. επιθμ. .
Κουτσός ό.π.τ. : Τσ̑' είdι ένα τοπάλ' μουρμούτσ̑' (και είδε ένα κουτσό μυρμήγκι) Μισθ. -Dawk. || Φρ. Τσιλώ ντου τοπάλη ντου πρόσ'που (Να χέσω του κουτσού τα μούτρα˙ ύβρις) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 || Παροιμ. Το ντιάβολε ρώτ'σαν ντο: «πούγε ηυρίσ̑κεσαι;», κι εκείνο: «'ς τ͑υφλού το μάτ' και 'ς τοπαλιού το πουγιάρ'», είπεν (τον διάβολο τον ρώτησαν: «πού βρίσκεσαι;» κι εκείνος: «στου τυφλού το μάτι και στου κουτσού το ποδάρι», είπε˙ για τους τυφλούς και τους κουτσούς που είναι ιδιότροποι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.