ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τοπίο (ουσ. ουδ.) τοπίο [toˈpio] Φάρασ. τοπί [toˈpi] Φάρασ. Πληθ. τοπία [toˈpia] Κίσκ., Φάρασ. Από το μεταγν. ουσ. τόπιον = αγρόκτημα, το οπ. υποκορ. του αρχ. ουσ. τόπος. Ο τύπ. τοπίο μεσν.
Χωράφι ό.π.τ. : Έμbαμε σο μοθόπ'ρου, 'α νάσουμε τα τοπία μας (Μπήκαμε στο φθινόπωρο, θα οργώσουμε τα χωράφια μας) Φάρασ. -Ιορδαν. Σπειρένουμε τα κοτσ̑ία σα τοπία (Σπέρνουμε το σπόρο του σιταριού στα χωράφια) Φάρασ. -Ιορδαν. Σπειρένgεν τα τοπία του, θέρισκεν τα, ώνgεν τα (Έσπερνε τα χωράφια του, τα θέριζε, τα αλώνιζε) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. γιαζί, τόπος, κόμμα, χωράφι