τοπαλάτημα
(ουσ. ουδ.)
τοπαλάτ'μα
[topa'latma]
Φάρασ.
τοπαλάιμα
[topa'laima]
Μισθ.
τ͑οπ͑άλεμα
[tʰoˈpʰalema]
Φάρασ.
Από το ρ. τοπαλαντίζω, όπου και τύπ. τοπαλαΐζου, και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Ο τύπ. τ͑οπ͑άλεμα από το ρ. τ͑οπ͑αλεύω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Κούτσαμα
ό.π.τ.