τόμου
(σύνδ.)
τόμ'
[tom]
Αραβαν.
τόμην
[ˈtomin]
Αραβαν.
Πιθ. από τον νεότ. σύνδ. τόμου, ο οπ. από την φρ. τὸ ὁμοῦ. Ο τύπ. τόμην πιθ. από την νεότ. φρ. τὸ ὁμοῦ νά (βλ. CGMG: 1906, 1908). Λιγότερο πιθ. η πρόταση του Ψάλτη (1916: 49, 51) για την αναγωγή στο ν.ε. σύνδ. άματι (< ἅμα ὅτι), όπου και τύπ. μότου, με μετάθ. του [m] και [t] (βλ. και ΙΛΝΕ, λ. ἅματι).
Μόλις, όταν
:
Τόμ' έν'νε μεσ̑'μέρης, έν'νε πάλ' ένα πατι̂ρντι̂́ κι ένα σ̑ύννεφο έκατσε σο αυλή απάνω
(Όταν μεσημέριασε, έγινε πάλι ένας θόρυβος, κι ένα σύννεφο έκατσε πάνω στην αυλή)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τόμ' κι ήρταμ'
(Μόλις κι ήρθαμε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το παλληκάρ', τόμην είρε το κορίσ̑', ήρτεν ντο ένα τιτιρέdισμα, πάγωσε και πόμ'νε
(Το παλληκάρι, μόλις είδε την κοπέλα, άρχισε να τρέμει, πάγωσε κι έμεινε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
αφώσκαι, σαμού, τζας, όταν