τοκουσλαντίζω
(ρ.)
Πληθ. Παρατατ. γ'
τοχουσλάνταναν
[toxusˈladanan]
Ανακ.
Αόρ.
τοκουσ̑λάισα
[tokuʃˈlaisa]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. tokaçlamak = κοπανάω ρούχα με τον κόπανο, όπου και διαλεκτ. τύπ. tokuçlamak και tokuşlamak (THADS, λ. tokuçlamak). Για τον τύπ. τουκουσ̑άισα, πβ. τουρκ. tokaç, όπου και τύπ. tokuş (Tietze 2019: λ. tokaç).
Πβ.
τοκούτσι
Kοπανάω ρούχα με τον κόπανο για να καθαρίσουν
ό.π.τ.
:
Πήρα κι ένα τοκάτσ̑ι τα σ̑έρια μου, έζισε τ' νιαρό μ', τοκουσ̑λάισα, κασάρισα τα ρούχα μου
(Πήρα κι έναν κόπανο στα χέρια μου, ζεστάθηκε το νερό μου, κοπάνησα, καθάρισα τα ρούχα μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.