ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τοκάτι (ουσ. ουδ.) τοκάτσ̑' [toˈkatʃ] Τελμ. Από το τουρκ. ουσ. tokat = χαστούκι, σφαλιάρα.
Χτύπημα, χαστούκι Τελμ. : Kι εκείν φάισεν ντο ένα τοκάτσ̑' και γέννεν μήλο (Και του έδωσε ένα χτύπημα και έγινε μήλο) Τελμ. -Dawk. Και ναίκα κατέβασεν το μήλο ασ' σο ράφ' και δέκεν ντο ένα τοκάτσ̑' (Και η γυναίκα κατέβασε το μήλο από το ράφι και του έδωσε ένα χτύπημα) Τελμ. -Dawk. Συνών. δόσιμο, δόσμα, κοπανιά, κρούσιμο, σαμάρ, τσάκωμα