τοκάτι
(ουσ. ουδ.)
τοκάτσ̑'
[toˈkatʃ]
Τελμ.
Από το τουρκ. ουσ. tokat = χαστούκι, σφαλιάρα.
Χτύπημα, χαστούκι
Τελμ.
:
Kι εκείν φάισεν ντο ένα τοκάτσ̑' και γέννεν μήλο
(Και του έδωσε ένα χτύπημα και έγινε μήλο)
Τελμ.
-Dawk.
Και ναίκα κατέβασεν το μήλο ασ' σο ράφ' και δέκεν ντο ένα τοκάτσ̑'
(Και η γυναίκα κατέβασε το μήλο από το ράφι και του έδωσε ένα χτύπημα)
Τελμ.
-Dawk.
Συνών.
δόσιμο, δόσμα, κοπανιά, κρούσιμο, σαμάρ, τσάκωμα