ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τοίχος (ουσ. αρσ.) τοίχος ['tixos] Μισθ., Φερτάκ. τοίχους ['tixus] Μισθ. ντοίχους ['dixus] Μισθ. τοι-έχος [ti'exos] Φάρασ. τοι-έχους [ti'exus] Φάρασ. τσ̑οίχος ['tʃixos] Γούρδ. τσ̑ούχος ['tʃuxos] Αραβαν. τσ̑ούχους ['tʃuxus] Σίλ. τοίβος ['tivos] Ουλαγ. νdοίχο [nˈdixo] Αξ. Πληθ. ντοίχουγια ['dixuʝa] Μισθ. τοι-έχε [tiˈeçe] Φάρασ. Από το αρχ. ουσ. τοῖχος. Ο τύπ. dοίχους με ηχηρ. [t] > [d]. Οι τύπ. τοιέχος και τοιέχους με δίφθογγ. [ie]. Οι τύπ. τσ̑ούχους και τσ̑ούχος με τροπή [t] > [tʃ]. Ο τύπ. τζούχους με τροπή [t] > [dz]. Ο τύπ. τσοίχος με τροπή [t] > [ts]. Ο τύπ. τοίβος με τροπή [x] > [v].
Τοίχος ό.π.τ. : Χτίσκαντα τοιέχε του σπιτού (έχτιζαν τους τοίχους του σπιτιού) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Κρεμάνου του τουν τζ̑ούχου (το κρεμώ στον τοίχο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Να πσ̑άσ̑ειζ νdοίχ'ς (να πιάσεις τοίχους) Αξ. -Μαυροχ. || Φρ. Τ’ Άι Γαρελεμιού μην αναβαίνεις σο τ͑ουβάρ’ τσ̑ι πορπατείς για’ί ο τοίχος π͑ουρπαΐσ’ (μην ανεβαίνεις στο ντουβάρι και περπατείς, γιατί ο τοίχος περπατεί˙ σύμφωνα με την πρόληψη δεν έπρεπε να γίνεται καμία εργασία ανήμερα του Αγίου Χαραλάμπους) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Παροιμ. Μ' ένα μαναχό νιχέρ' τσ̑ούχοζ ντε νίσ̑κεται (με μία μοναχή πέτρα τοίχος δεν γίνεται˙ για κάτι που είναι αδύνατο να γίνει) Αραβαν. -Φωστ. Ο τοιέχος έσ̑ει 'τία τσ̑αι 'κόμη 'κού' (ο τοίχος έχει αφτιά και ακούει και αυτός˙ στα μυστικά μας χρειάζεται προφύλαξη) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. ντουβάρι