ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τόζι (ουσ. ουδ.) τοζ [toz] Αραβαν., Μισθ., Σινασσ. τ͑όζι ['tʰozi] Μισθ., Σίλ., Φάρασ. τόζιν ['tozin] Φάρασ. τοσ' [tos] Μαλακ., Φλογ. Πληθ. τ͑όζια ['tʰozʝa] Μισθ., Φάρασ. Νεότ. ουσ. τόζι (Mackridge 2021: 94), το οπ. από το τουρκ. ουσ. toz = σκόνη.
Σκόνη ό.π.τ. : Ασ' το τοζ και το ντουμάν' άλλο ένα σ̑έι ντε χιώρεινες (από τη σκόνη και τον καπνό άλλο τίποτα δεν έβλεπες) Αραβαν. -Φωστ. K̇ιρυός σ̑ήκουσιν πολλά τ͑όζια (ο καιρός σήκωσε πολλές σκόνες) Μισθ. -Κωστ.Μ. Βγίν ένα τοσ' σο ορταλίχ (μία σκόνη φτάνει ανάμεσά τους) Φλογ. -Dawk. || Φρ. Σο σπίτιν του τόζι 'λεύριν τσ̑ό 'σ̑ει, 'ς χώρας το σπίτι κόφτει εβριστάς (Στο σπίτι του δεν έχει ούτε αλευρόσκονη, στο ξένο σπίτι κόβει εριστέ˙ Για όσους προσποιούνται τους πλούσιους ή ισχυρούς χωρίς να έχουν τα φόντα) Φάρασ. -Κελεκ. Αδα̈́ σο τόζιν τζ̑αι σο τουμένι φερμάνι ψέλνεται; (Εδώ στην σκόνη και τον καπνό διαβάζεται φιρμάνι;˙ Για δικαιολογίες αποχώρησης) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.