τόζι
(ουσ. ουδ.)
τοζ
[toz]
Αραβαν., Μισθ., Σινασσ.
τ͑όζι
['tʰozi]
Μισθ., Σίλ., Φάρασ.
τόζιν
['tozin]
Φάρασ.
τοσ'
[tos]
Μαλακ., Φλογ.
Πληθ.
τ͑όζια
['tʰozʝa]
Μισθ., Φάρασ.
Νεότ. ουσ. τόζι (Mackridge 2021: 94), το οπ. από το τουρκ. ουσ. toz = σκόνη.
Σκόνη
ό.π.τ.
:
Ασ' το τοζ και το ντουμάν' άλλο ένα σ̑έι ντε χιώρεινες
(από τη σκόνη και τον καπνό άλλο τίποτα δεν έβλεπες)
Αραβαν.
-Φωστ.
K̇ιρυός σ̑ήκουσιν πολλά τ͑όζια
(ο καιρός σήκωσε πολλές σκόνες)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Βγίν ένα τοσ' σο ορταλίχ
(μία σκόνη φτάνει ανάμεσά τους)
Φλογ.
-Dawk.
|| Φρ.
Σο σπίτιν του τόζι 'λεύριν τσ̑ό 'σ̑ει, 'ς χώρας το σπίτι κόφτει εβριστάς
(Στο σπίτι του δεν έχει ούτε αλευρόσκονη, στο ξένο σπίτι κόβει εριστέ˙ Για όσους προσποιούνται τους πλούσιους ή ισχυρούς χωρίς να έχουν τα φόντα)
Φάρασ.
-Κελεκ.
Αδα̈́ σο τόζιν τζ̑αι σο τουμένι φερμάνι ψέλνεται;
(Εδώ στην σκόνη και τον καπνό διαβάζεται φιρμάνι;˙ Για δικαιολογίες αποχώρησης)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.