τιτσάρος
(ουσ. αρσ.)
τϋτσ̑άρος
[ty'tʃaros]
Φλογ.
τϋτσ̑άρ
[ty'tʃar]
Ουλαγ.
τϋτσέρ
[tyˈtser]
Φλογ.
τουτσάρης
[tuˈtsaris]
Τροχ.
Από το τουρκ. ουσ. tüccar (< αραβ. tuccār) = έμπορος.
Έμπορος
ό.π.τ.
:
Ύστερα τϋτσ̑άρος χολιάστεν, και τράν'σεν σο πρόσωπό τ'
(ύστερα ο έμπορος νευρίασε και κοίταξε το πρόσωπό της)
Φλογ.
-Dawk.