τιτιρεμές
(ουσ. αρσ.)
τιτιρεμές
[titireˈmes]
Φάρασ.
τιτιρεμέ
[titireˈme]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. titreme = τρεμούλιασμα.
Τρεμούλιασμα, σπασμοί
ό.π.τ.
:
Πιάσεν το το τιτιρεμέ
(Τον έπιασαν σπασμοί)
Ανακ.
-Κωστ.Α.