τισιλαμάς
(ουσ. αρσ.)
τισιλαμάς
[tisilaˈmas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. tıslama = βογγητό πόνου.
Στεναγμός
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024