ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τιρμίχι (ουσ. ουδ.) τι̂ρμι̂́χ̇ι̂ [tɯˈrmɯxɯ] Σινασσ., Φάρασ. ντι̂ρμίχ' [dɯˈrmɯx] Αξ., Σινασσ. ντιρμούχ' [diˈrmux] Αξ., Τροχ. τριμίχ' [triˈmix] Σινασσ. τουρμούχι [turˈmuçi] Φάρασ. τουρμούχ’ [turˈmux] Ανακ. ντουρμούχ' [durˈmux] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. tırmık/dırmık = α) γρατζούνισμα β) νύχι άγριου ζώου γ) τσουγκράνα, όπου και διαλεκτ. τύπ. dırmıh (THADS, λ. dırmıh).
1. Γεωργικό εργαλείο με το οποίο μάζευαν τα απομεινάρια των σταχιών μετά το θέρισμα ό.π.τ.
2. Σβάρνα Αξ., Τροχ. : Ντιρμούχ' ξ̑υλιώνας (Ξύλινη σβάρνα) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 || Φρ. Σ̑άισ̑καμ’ ντιρμούχ' (Κάναμε σβάρνα˙ σβαρνίζαμε) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. σερμαστήρι