τιπιλεντίζω
(ρ. απρόσ.)
τ͑ιπ͑ιλεdίζω
[tʰipʰile'dizo]
Ανακ.
Από το τουρκ. ρ. tipilemek = ξεσπά χιονοθύελλα.
Κάνει καταιγίδα
Ανακ.