τιουραΐζω
(ρ.)
τιουραΐζου
[tçuraˈizu]
Μισθ.
τ͑ουραΐζου
[tʰuraˈizu]
Μισθ.
Αόρ.
τ͑ουράτ'σα
[tʰuˈratsa]
Μισθ.
τιουριάτ'σα
[tçuˈrʝatsa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. türemek (< παλαιότ. törümek) = α) ξεπηδώ, β) αναπαράγομαι γ) διαλεκτ., πολλαπλασιάζω, μεγαλώνω.
Φυτρώνω, βλασταίνω
:
Ντου γέλ'μα τ͑ουράτ'σιν
(Το σιτάρι βλάστησε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Dά σπόρουγια ντε τιουριάτ'σαν ακούμ'
(Οι σπόροι δεν βλάστησαν ακόμα)
-Κοτσαν.
Συνών.
φυλλώνω :1, φυτρώνω