τιουραΐζω
(ρ.)
τιουραΐζου
[tçuraˈizu]
Μισθ.
τ͑ουραΐζου
[tʰuraˈizu]
Μισθ.
Αόρ.
τ͑ουράτ'σα
[tʰuˈratsa]
Μισθ.
τιουριάτ'σα
[tçuˈrʝatsa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. türemek (< παλαιότ. törümek) = α) ξεπηδώ, β) αναπαράγομαι γ) διαλεκτ., πολλαπλασιάζω, μεγαλώνω.
Τροποποιήθηκε: 08/05/2025