ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φυλλώνω (ρ.) φυλλώνω [fiˈlono] Ανακ., Μαλακ. φυώνω [fiˈono] Φάρασ. Από το αρχ. ρ. φυλλόω.
Βλασταίνω, βγάζω φύλλα ό.π.τ. : Φύλλωσεν ντο αμbέλι (έβγαλε φύλλα το αμπέλι) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. τιουραΐζω, φυτρώνω