ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φυλλώνω (ρ.) φυλλώνω [fiˈlono] Ανακ., Μαλακ. φυώνω [fiˈono] Φάρασ. Από το αρχ. ρ. φυλλόω.
Βλασταίνω, βγάζω φύλλα ό.π.τ. : Φύλλωσεν ντο αμbέλι (έβγαλε φύλλα το αμπέλι) Ανακ. -Κωστ.Α. Γρέπ' τα ρουσία τούς πρέπουνε! Φυώσανε τα τσ̑αλούδια (Δες τα βουνά πόσο ωραία φαίνονται! Βγάλαν φύλλα τα κλαδιά) Φάρασ. -Ανδρ. Συνών. τιουραΐζω, φυτρώνω
Τροποποιήθηκε: 03/07/2025