φυλακάρης
(ουσ. αρσ.)
φυακάρης
[fiaˈkaris]
Φάρασ.
φυακάρ’
[fiaˈkar]
Φάρασ.
φυακιάρ’
[fiaˈcar]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. φυλακάρης = φρουρός, το οπ. από ουσ. φυλακή με παραγωγ. επίθμ. -άρης, και αποβολή του μεσοφωνηεντικού [l] (βλ. Ανδριώτης 1948: 30). Ο τύπ. φυλακιάρ' από το ουσ. φυλακή με παραγωγ. επίθμ. -ιάρης > - ιάρ'.
Φύλακας
ό.π.τ., Φάρασ.
:
Του χωρού ο φυακάρ'
(του χωριού ο φύλακας)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Του ’γώ είμαι άλεϊ φυακιάρ’, αφτέν του κουμασού είσαι συ
(Εγώ είμαι μόνο ένας απλός φύλακας, αφέντης στο κοτέτσι είσαι εσύ)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Συνών.
γιασακτσής :1, καβάσης, μπεκτσής