ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φυλάγω (ρ.) φυλάττου [fiˈlatu] Ανακ., Σίλ. φυλάκου [fiˈlaku] Μισθ. φυλάκνω [fiˈlakno] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ. φυλάγνω [fiˈlaɣno] Ουλαγ., Φερτάκ., Φλογ. φυλάχνω [fiˈlaxno] Γούρδ. φυλέγου [fiˈleɣu] Μαλακ. φυλέκνω [fiˈlekno] Αξ., Σινασσ. φυλάω [fiˈlao] Ανακ., Φερτάκ. φυάκνω [fiˈakno] Φάρασ. φυλα̈́κου [fiˈlæku] Τσαρικ. φυλέκου [fiˈleku] Τσαρικ. Παρατατ. φύλάγαμε [ˈfilaɣa] Ποτάμ., Τελμ. φυλάκεινα [fiˈlacina] Μισθ. φυάγνινκα [fiˈaɣninka] Αφσάρ., Φάρασ. φυακνίνκα [fiaˈkninka] Φάρασ. Αόρ. φύλαξα [ˈfilaksa] Αφσάρ., Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Φλογ. φύλεξα [ˈfileksa] Μαλακ. φύαξα [ˈfiaksa] Σατ., Φάρασ. Προστ. Εν. φυάκ̑' [fiˈac] Φάρασ. Αόρ. Εν. φύαξε [fiˈakse] Κίσκ. Παθ. φυλάομαι [fiˈaome] Ανακ. φυλακιέμι [filaˈcemi] Μισθ. Αρχ. ρ. φυλάττω/φυλἀσσω. Ο τύπ. φυλάω από μεσν. τύπ. φυλάγω με αποβολή του μεσοφωνηεντικού [ɣ]. Οι τύπ. φυα- με αποβολή του μεσοφωνηεντικού [l] (βλ. Ανδριώτης 1948: 30).
1. Φυλώ, επιτηρώ κάποιον για να μην φύγει ή για να μην πάθει κάτι κακό ό.π.τ. : Έμασάν ντο ντο στάβλο, και να φυλάξ̑’ τα αλόγατα (Τον έβαλαν μέσα στον στάβλο για να φυλάξει τα άλογα) Ουλαγ. -Dawk. 'φοντίς τα φυαγνίνκινι, το σαχάτι σα τρία δώτζ̑ινι αν αλία κανείς (Ενώ τον επιτηρούσε (ενν. τον μύλο), στις τρεις η ώρα κάποιος έβγαλε μιά κραυγή· ) Αφσάρ. -Dawk. Φυάγνε το φσ̑όκκο σο χαπισλιέχι (Φρουρούσε το παιδί στη φυλακή) Φάρασ. -Dawk. Εγώ εγιώ ’ζ ιβουνιού κολφή ετούτα τα πρόβατα σ’ εσέ κι μόνο ντέν ντα φυλέκνω (Εγώ εδώ στη βουνοκορφή αυτά τα πρόβατα για σένα μόνο δεν τα φυλάω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Φύλακναν λουχούσα (Φύλαγαν τη λεχώνα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Φυλάκου ντου φσ̑αχ στου νανούι (Φυλώ το μωρό στη κούνια) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τo σουρού φυακνίνκε ο τσοπάνος την άνοιξη (Το κοπάδι το φύλαγε ο τσοπάνος την άνοιξη) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Σ̑άνιξαμ’ καλύβ’ σου ναgιριώνα τσι φύλακναμ’ ντου (Φτιάχναμε καλύβα στο μποστάνι για να το επιτηρούμε) Μισθ. -Κοτσαν. Ογώ φυλάκου ντά βόϊα σου γιαζιού (Εγώ φυλάω τα βόδια στον κάμπο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Σπίτι μ’ εγώ φύλακινα δου (Στο σπίτι μου εγώ τον φύλαγα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Φυλέκν' τη Σινασσό να μη φύγ' ας τον τόπο της (Φυλάει την Σινασσό να μη φύγει από τη θέση της) Σινασσ. -Τακαδόπ. Σάλντ'σε το δεύτερο το παιί τ' να φυλάξ' το μπαχτσά (Έστειλε τον δεύτερο τον γιο του να φυλάξει τον κήπο) Μισθ. -ΑΠΥ-ΑΠΘ || Παροιμ. Του φυάκνει τον ντεκ-κέ του, τρώ’ το φαΐ του (Όποιος φυλάει το μοναστήρι, τρώει το φαγητό του˙ Όποιος προσφέρει υπηρεσίες σε ένα κτήμα ή σε άλλη ξένη ιδιοκτησία έχει δικαίωμα να έχει υλικές απολαβές) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. απαντέχω, βλέπω
β. Ειδικότ., ξενυχτώ δίπλα σε κάποιον Μισθ., Ποτάμ., Φερτάκ. : Φύλακναν ντου Χριστό (Ξενυχτούσαν το Χριστό (ενν. την Μεγάλη Πέμπτη) ) Μισθ. -Κωστ.Μ.
2. Προφυλάσσω, προστατεύω κάποιον ή κάτι από απειλή ό.π.τ. : Φυλάγνανε τα θύρια, και κανείς μίν άσο κάστρο, κανείς (Φρουρούσαν τις εισόδους και κανείς δεν μπήκε στο κάστρο, κανείς) Φλογ. -Dawk. Συ έγερ να μ’ μπάρεις, ’γώ σένα φυλάττου σου (Εσύ αν με παντρευετείς, εγώ θα σε προστατεύω) Σίλ. -Dawk. Ογώ φυλάκου συ, ισύνα ντε φυλακιέσι (Εγώ σε προστατεύω, εσύ δεν φυλάγεσαι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Φυάκνουμε τον τόπα μας μο τα σ̑έρε μας, μο τα τ͑ουφάνκ͑ε μας τζ̑αι μο τα μασ̑αίρε μας (Φυλάμε τον τόπο μας με τα χέρια μας, με τα τουφέκια μας και με τα μαχαίρια μας) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Φρ. Να σε φυάξ’ ο Θεός (Να σε προστατεύσει ο Θεός˙ Ως ευχή) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Θεγός να σε φυλάκνει ασ’ σον κακόν άθρωπο (Ο Θεός να σε φυλάει από κακό άνθρωπο˙ Ως ευχή) Ανακ. -Κωστ.Α. Τεγός να σε φυλάει από τα καζέα (ο Θεός να σε προστατεύει από τα ατυχήματα˙ ως ευχή) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Εφτά χρόνους να το φυλάεσαι ασ’ σο νερό, ασ’ σο γκρεμό, ασ’ ση φωτιά κ’ρεύω σε (εφτά χρόνια να το προφυλάσσεσαι από το νερό, από τον γκρεμό, από τη φωτιά σου ζητώ˙ το έλεγε συμβουλευτικά η νονά στην μητέρα όταν η πρώτη παρέδιδε το παιδί μετά τη βάφτισή του) Ανακ. -Κωστ.Α. Φύλεκναν νο̈bέτ (φυλούσαν σκοπιά˙ εκτελούσαν υπηρεσία φρουρού) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Παροιμ. Ο φόβος φυάκνει τα έρημα (ο φόβος φυλάει τα έρημα˙ η ενδεχόμενη τιμωρία αποτρέπει κάποιον από τη διάπραξη αξιόποινης πράξης) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. αρκαλατίζω, γαγιρντίζω, εσιρκετίζω
β. Καλύπτω κάποιον προστατεύοντας τον Μισθ. : Φύλαξι δου μι ντου γκιοβντά (κάλυψέ τον με το σώμα σου ) Μισθ. -Κοτσαν.
3. Περιμένω, αναμένω κάποιον ή κάτι Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. : Τ’ αλλό τ' ντο qαρdάς̑ φυλάγνει να έρτ’, και ντεν έρεται (Ο άλλος ο αδελφός περίμενε να έρθει, αλλά δεν ερχόταν) Ουλαγ. -Dawk. Φυλάγνει χωριού νάκρα (Περιμένει στην άκρη του βουνού) Φλογ. -Dawk. Φυλάω γράμμα (Περιμένω γράμμα) Ανακ. -Cost. Πολύ φύλαξα σε άμ-μα ντεν ήρτες (Πολύ σε περίμενα αλλά δεν ήρθες) Ουλαγ. -Κεσ. Απόψε έλα, σε φυλάκνω (Έλα απόψε, σε περιμένω) Σινασσ. -Αρχέλ. Φυλέκ̑΄, φυλέκ̑’, έρεται γύπνοζ ουτ, γυπνών’ (Περιμένει, περιμένει, έρχεται ο ύπνος του, κοιμάται· ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ωζ ντεριά φύλαξαμ’ σε (Ως τώρα σε περιμέναμε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ήρτε και έbέ και ένα-ερυό ναίκες ασ' το μαχαλά τουν γκαι φύλακναν το ναίκα να γεννήσ̑’ (Ήρθε η μαμμή και ένα δυο γυναίκες από τη γειτονιά τους και περίμεναν την γυναίκα να γεννήσει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πήεν σο γεθύρι τζαι φύαξεν αdζεί σώστου να νάρτ’ Αράπ’ (Πήγε στο γεφύρι και περίμενε εκεί μέχρι να έρθει ο Αράπης) Σατ. -Παπαδ. Πολύ ντου φύλαξα ιτό αλλά ντεν ήρτι (Πολύ τον περίμενα αυτόν άλλά δεν ήρθε) Μισθ. -Κοτσαν. || Ασμ. Tρεις κυδωνίτζες φύτευσα στης φυλακής την θύραν,
φυλάω και ποίκιν καρπούς
(Tρεις μικρές κυδωνιές φύτεψα στης φυλακής την πόρτα,
περιμένω να κάνει καρπούς)
Τελμ. -Αινατζ.
Συνών. απαντέχω, βλέπω, γκιοζλετίζω, στέκω
4. Αποταμιεύω, αποθηκεύω Τελμ., Φάρασ. : || Παροιμ. Φυάκ’ τα το χουωρόν ντ’ άσ̑υρο, ’α νά 'ρτει αν νταρός, ’α ’ινεί χουωρά λίρες (Φύλαξε το χλωρό το άχυρο, θα έρθει ο καιρός που θα γίνει κίτρινες λίρες˙ Δεν πρέπει να πετάμε τίποτα, γιατί ό,τι θεωρούμε άχρηστο μπορεί να αποκτήσει μελλοντικά αξία) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.